ἰσοκρατία

ἰσοκρατία
ἰσοκρατίᾱ , ἰσοκρατία
equality of strength
fem nom/voc/acc dual
ἰσοκρατίᾱ , ἰσοκρατία
equality of strength
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισοκρατία — ἰσοκρατία, ἡ (Α) [ισοκρατής] 1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία 2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. τού τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἰσοκρατίᾳ — ἰσοκρατίαι , ἰσοκρατία equality of strength fem nom/voc pl ἰσοκρατίᾱͅ , ἰσοκρατία equality of strength fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκρατίας — ἰσοκρατίᾱς , ἰσοκρατία equality of strength fem acc pl ἰσοκρατίᾱς , ἰσοκρατία equality of strength fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκράτεια — ἰσοκράτεια, ἡ (Α) [ισοκρατής] διαφ. γρφ. αντί ισοκρατία.* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”